φαρσέρ

φαρσέρ
ο
άκλ. (λ. γαλλ.), ο επιτήδειος να κάνει φάρσες σε βάρος άλλων: Δεν υπήρχε βόμβα στο αεροπλάνα· το τηλεφώνημα στην αστυνομία έγινε από φαρσέρ.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φαρσέρ — ο, η, Ν άκλ. αυτός που τού αρέσει να σκαρώνει φάρσες εις βάρος τών άλλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. farceur (< γαλλ. farce, βλ. λ. φάρσα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”