- φαρσέρ
- οάκλ. (λ. γαλλ.), ο επιτήδειος να κάνει φάρσες σε βάρος άλλων: Δεν υπήρχε βόμβα στο αεροπλάνα· το τηλεφώνημα στην αστυνομία έγινε από φαρσέρ.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.